Πλέον θα μπορείτε να παρακολουθείτε το Ἀναγράφω και από την σελίδα του στο facebook

α.α.

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Γλυκό, γλυκό μου αηδόνι



Που ‘ναι ‘κείνο τα φεγγάρι
που φως γλυκόπικρο στα θάλεα
της ελιάς φορούσε,
και το καλλικέλαδο αηδόνι
που στη βουή τ’ αγέρα μύρο
μελιχρό ρανούσε;

Να το φεγγάρι, εκεί, χλωμό, χωρίς φωνή,
μουγκό.
Εκεί, ψηλά δακρύζει κόκκινο,
στου ‘ρανού την άκρη.
Δεν είναι αυτό,
μα η ελιά που εις το χώμα εχάθει,
το αηδόνι το μικρό που φεύγει…

Γλυκό, γλυκό μου αηδόνι!
Πού πετάς μονάχο;
Οι πληγές  σου μη σ’ αφήσουν;
Δεν θα μπορείς στην ερημιά να ζήσεις
Και το έδαφός ξηρό, στεγνό
το μύρο μην σου κλέψει!

Η φωνή μου σβήνει στην σιωπή…
Οι ήχοι σταματάνε…
Μα ποιος ακούει πως τα άστρα εκεί θρηνούν
στην ράχη
της αδελφής τα πάθη, μια ζωή;

Το αλάτι μάς ετέλειωσε,
και η κανέλα…
Κι αν εσύ κάπου βρεις
στην χούφτα να φυλάξεις,
στην καρδιά!
μη ποτέ χαθεί στ’ αγέρα

Φωνές, φωνές... πικρές, πικρές...
μαραίνουνε
της Γης το δέρμα.
Μισό δάκρυ ο ουρανός,
μισό δάκρυ η ώρα˙
είναι η κόρη, η μικρή, που κλαίει
μα δεν ζητά το φως να έρθει…

Χρυσάφι σκόρπιο, ο θάνατος,
στη γη σπαρμένο…
αχ, ο ήλιος μην το δεί,
και δεν ‘ασάνει
το αηδόνι το γλυκό!

Μα πού ‘ναι η Μάνα, πού ‘ναι η Μητέρα;
Μην πεθαίνει η ζωή και η αγάπη;

Η αγάπη και η ζωή ποτέ της δεν γεννήθηκε
και δεν, ποτέ, πεθαίνει

μα, ο υιό της ο μικρός
σ’ ένα δέντρο ανέβει, εκεί που ήτανε το δάσος
και έπεσε και εχτύπησε,
μα δεν αναφωνεί…
Και ψάχνει η μάνα τον υιό της, τον μονάκριβο
μα δεν τον βρίσκει…


Γλυκό, γλυκό μου αηδόνι
Μα πού πετάς μονάχο;
Φωτιά επέρασες μικρό
και πάει…εχάθεις
Πια δεν είσαι τίποτα, δεν είσαι τι.
Φτερό μικρό, χάμω, στης γης το χώμα…

Το μύρο σ’ όμως δεν το επέταξες,
αλλά στης ‘λιάς τη ρίζα , στο παιδί
ευχή το δίνεις…

VI.  2009

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Εκεί που με πόνο στον αυχένα…

«…πρς τ φς ναβλέπειν, πάντα δ τατα ποιν λγο...»
Πλάτωνος Πολιτεία ( βιβλίο ζ΄)



Εκεί που με πόνο στον αυχένα
και άλγος στην ψυχή,
μέσα στον ζόφο, καμόντων είδωλα
θωρείς,
τον αχό και τες φωνές του λυχναριού που φαύει
μην ακούς˙
που σε τραβάνε και καλούνε εκεί να κοιμηθείς.

Το δίψος σου στες χοές να μην το λύσεις
καθώς που ρέουν δια σε,
αν και γλυκύ το νέκταρ των θεών…

Και ξαφνικά σαν να ξύπνησες από τον ύπνο
τον βαθύ
και ανανήφεις και τα πέλματα  αισθάνεσαι ξανά,
και ανασαίνεις και ξανά το ύψος σου σηκώνεις,
και ακούοντας πως καταρρέουν και συνθλίβονται υαλιά,
τα βλέφαρά σου ανοίγεις:

Φάος άψαυστο, καθάριο παντού!
Φωτιά και Φλόγα στην ψυχή!
Το σώμα αγέρας το εσού
Καθώς πίσω σου την Λήθη αφήνεις…
Σιγή…

Να Είσαι, πια δεν είναι αρκετό…
Αλλά τα πάντα, το ένα, και το τίποτα
Αλήθεια.


Μα τι άχος σαν τον λύχνο ξανά θωρείς
μεσά στο σκότος!
Ω, τι πίκρα και τι πόνος στην καρδιά…
Νομίζεις πως πεθαίνεις στην ζωή,
σαν μια στιγμή τους οφθαλμούς σου κλείσεις!

Αλλά θυμήσου, πως εσύ διαλέγεις
τι ζωή θα πει
και αν η αυγή τον ήλιο σε σέ θα φέρει...




15 XI. 2008

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Εκεί που ο άνθρωπος εκαθότανε μονάχος…

«…αἰῶνος Κρόνε παγγενέτωρ, Κρόνε ποικιλόμυθε…»
Ορφικός Κρόνου

Μια ανθρώπινη μορφή κάθεται σε ένα βράχο. Η σκηνή είναι σαν θεατρικού. Δεν υπάρχουν χρώματα. Δεν υπάρχει αέρας ούτε φωνές και κίνηση.  Δεν υπάρχει ορίζοντας. Μόνο λευκό χρώμα.  Ούτε σκιές. Μονάχα η σκιά του ανθρώπου παρουσιάζεται με την μορφή του Κρόνου.


Εκεί που ο άνθρωπος εκαθότανε μονάχος
στην σιωπή,
σαν φάντασμα σαν είδε μια μορφή
απόκοσμη , παράξενη,
που εφορούσε μαύρα ράσα,
ερώτησε:
«Μα ποίος είσαι συ αγαπητέ
και πως στα μέρη τούτα ήρθες;»
«Εσύ Κρόνο θα με λες,
αν θες μονάχος να μην είσαι.
Το πώς ήρθα δω, καλά εσύ το ξέρεις
καθώς στο νου τ’ ανθρώπου, μην ξεχνάς,
ο κόσμος φεύγει
από την γένεση που αρχή δεν είχε…»
«Μα πώς την μοναξιά εσύ θα διώξεις;»
«Αν θες, θα σε πάρω απ’ την σιωπή
για μια στιγμή
και στην ζωή σε φέρω.
Θα ακούσεις μουσική αφάνταστη,
που σε λόγια δεν υπάρχει.
Θα δεις τα αστέρια να χορεύουν αέναο χορό,
γαμήλιο
ωσάν της θάλασσας το γέλιο.
Θα δεις η φύση πώς ανθεί
και πως η γη ανασαίνει,
καθώς αίμα κόκκινο στις φλέβες ρέει.
Και αν απορείς πώς το τώρα έγινε χθες
και αν εχάθη ,
Απ’ του αγέρα την πνοή
και ως του ηλίου τ’ άνθη
Στα πέρατα του κόσμου θα με βρεις,
Όπου ενωμένος είμαι.
Μα μην θαρρείς πως χώρια κιόλας είναι…»
«Ω τι ωραία που τα λες
αγαπητέ μου Κρόνε!,
Μα πες μου σε παρακαλώ
εγώ τι να κάνω πρέπει;»
«Αλήθεια, τίποτα…
Μόνον φτάνει εσύ
να θες εμέ να βλέπεις μόνο
και ευθείς τη ζωή θα δεις σαν ποταμό πως ρέει…
Θα μάθεις….»

Και τα Χρόνια έτσι επέρασαν
στον άνθρωπο, αλήθεια,
άλλοτε γοργά
και άλλοτε βραδέα,
και εγένη κραταιός
και μέγας.
Μα μόνο σαν κοντά στον θάνατον ευρέθη,
κατάλαβε πως η ζωή για πάντα δεν εκράτη
και με φόβο τον Κρόνο αναζητούσε.

Και τελικά σαν τον εβρήκε
εκεί που έπαιζε πεσσούς,
στην μουσική μια λύρας
Εφώναξε:
«Ω Κρόνε , Κρόνε!
Σύ ὁ ἀειθαλής, ὤ πατέρα μακαρῖων θεῶν καί ἀνθρώπων,
ποικιλόβουλ’, μίαντε, μεγασθενές, λκιμε Τιτάνα,
πο ξαντλες τά πάντα καί διος πάλι τά αξαίνεις,
αἰῶνος Κρόνε παγγενέτωρ, Κρόνε ποικιλόμυθε,
βλαστέ τς γς καί το κατάστερου ορανο,
πο κατοικες τά μέρη λα του κόσμου, γενάρχη,
πανοργε, κάλλιστε,
μα πώς γίνεται τα παιδιά σου
να θες να φας
ενώ τα μεγαλώνεις;
Γιατί τα ρίχνεις στην φθορά
σαν τα γεννάς, σαν βάπτισμα αστείο;»
«Μα ποτέ δεν σου ‘πα τέκνον μου
πως αιώνια στην ζωή θα ζεις
αν και η στιγμή για πάντα θα κρατεί,
καθώς και αυτή έχει τελειώσει…
Εμέ που αθάνατο θωρείς στον θάνατό σου,
θνητός και ‘γω γεννήθηκα και αθάνατο σε λέω.
Μα δεν έμαθες ότι εδώ που τώρα ζεις,
Τώρα δεν υπάρχεις;
Γιατί μην ξεχνάς ό,τι θωρείς
μια εικόνα είναι, στατική
που ρέει
σαν ένα δάκρυ…»
2008
Σημείωση: Το κείμενο σε πλαγια ( italics) προέρχεται αυτούσιο (στο αρχαίο ή μετάφραση) από τον Ορφικό ύμνο του Κρόνου
Φωτο.: αντίγραφο του The Thinker (The Poet) από τον Rodin

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Κάποτε ψηλά εσύ κοιτούσες…



Κάποτε ψηλά εσύ κοιτούσες
Στον άβροτον τον ουρανόν
Μα τώρα δεν θα κρατούσες
Τον της φύσεως ανθόν
Την νύχτα έκανες μέρα
Χωρίς κανένα δισταγμό
Ολιγωρώντας της μάνας, της μητέρας
-   Ω Μήτερ!   -
Τους πόνους, τις βοές…

Ψηλός και Μέγας έγινες,
Και τον κόσμο απαιτείς
Την Αλήθεια απαρνείσαι
Στην φύση σου ηδυπαθής
Τα τάλαντα μια μέρα έχεις
Τον Λόγο  σου εκποιείς
Δεν θέλεις εσύ να παραδώσεις
Την άχαρη χαρά

Την βάρκα τελικά σαν είδες
Χωρίς να δεις πιο παραπέρα
Τα μέλανα του Αχέροντα νερά
Κυρίαρχος ως σαν θεός
Ήθελες εσένα οδηγό
Παντοτινό,
Μα ’να Λεπτό
Θλιβερό
Αγανό
2008

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

Ποίος είσαι, συ, Έρωτα;

Μετά Πλάτωνος συμποσίου


Ω, Μέγα δαίμων,
Συ, υιέ της Πενίας
Που βαδίζεις στα κράατα
Των ανθρώπων
Μεταξύ θανάτου αθανασίας…


Ποίος είσαι συ που το θείο και θνητό
Σε μία φύση ενώνεις;
Εσύ Φιλόσοφε που στην αμάθεια
Σοφία πράττεις
Γεννώντας στης αγαθής ψυχής το σώμα
Της αθανασίας ελπίδα
Δόξα στους αιώνες αθάνατη
Να θεμελιώσει


Ποίος είσαι συ που στην ομορφιά γεννάς ωραίους λόγους
Στην αειφόρο της γνώσεως αγάπη
Που την αξία των χρόνων της αρχής, του τέλους
Μιας αιωνιότητας προσδίδεις;


Ποίος είσαι εσύ
Που στην τρυφή , τον αιώνιο ίμερο
Του καλού του κάλλους φανερώνεις
Μετά από κόπους και καιρό
Το αιώνιο το παντοτινό
Το αυτό μεθ΄αυτού το μονοειδές
Καθάριο από σάρκες ανθρώπινες
Και θνητές φλυαρίες;


Εσύ είσαι Έρωτα, που σε ΄ρωτώ,
Φίλος του ανθρώπου, συνεργός
Που στων μακάρων θα τον πας τα νησία…

 2008

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

«Μέθη πικρὴ τοῦ Ἡφαίστου !»




Ντυμένο στην πορφύρα
φεγγάρι ανατέλλει,
βαμμένο με αίμα θλιβερό.
Στεγνός βρέχει ο ουρανός
τα μέλανα δάκρυα των αγγέλων…
Λιβάνι απόκοσμο
πλημμυρίζει η φύση,
καθώς σιωπηλές κραυγές ακούγονται
εκ κορμών εκπνεόντων.
«Μέθη πικρὴ τοῦ Ἡφαίστου !»
Ρουφά αδηφάγος τον ιχώρα
αφανίζοντας πασαένα κλαρί στεκούμενο ,
πασαένα ζώο ζν…


Αγανή πικρή σιωπή…
Φαιός ο νέκυς κείται
μιας ζωής.
Οιμωγή μίας νύμφης
η σιγή.
Σινδόνα υφαίνει στάχτης
με πόνο στην ψυχή.
Κόβει τα μαλλιά της,
ρέουσι τα δάκρυά της.
…συγκλονίζεται η γη
και σφοδράς  βροντάς βαΰζει…


Μα άαπτον σέλας καταυγάζει!
Ιαχή επουράνια απαντά.
Τριγύρω μαύρη η πλάσις,
αλλά αίφνης φως την ακουμπά!
Μία σταγόνα Ελπίδα
την ψαλάσσει,
ηεροδίνης την τραβά.
Ως που ένας σπόρος
μίαν ζωήν βοηθά…

Αθήνα, Καλοκαίρι 2007
Πίνακας.: a.a.

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Λίγα λόγια

Παρακαλώ επιτρέψτε μου με αυτό το μικρό Ιστολόγιο να αναγράψω καποιες εικόνες, ιδέες, ήχους, και να παρουσιάσω με κάθε επιφύλαξη κάποιες σκέψεις, κάποια ποιήματα, κάποιους στίχους, είτε δικούς μου, είτε ξένους

Ευχαριστώ, 

Α.Α.