Πλέον θα μπορείτε να παρακολουθείτε το Ἀναγράφω και από την σελίδα του στο facebook

α.α.

Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

Η Ελένη του Γ. Ρίτσου [ποίημα και συζήτηση]

Χαρακτικό της Β. Κατράκη για το
ποίημα Η Ελένη του Γ. Ρίτσου
Το 1970, ενώ ο Γιάννης Ρίτσος βρίσκεται σε κατοίκον περιορισμό στο Καρλόβασι της Σάμου, γράφει έναν ακόμη θεατρικό μονόλογο με τίτλο «Η Ελένη», ένα πολύστιχο ποίημα το οποίο θα αποτελέσει μέρος της ποιητικής συλλογής «Τέταρτη Διάσταση», μια συλλογή που γράφτηκε μέσα σε 20 περίπου χρόνια και είναι μια από τις κορυφαίες της νεοελληνικής ποίησης. Έτσι, συνεχίζοντας το αφιέρωμα στην Ελένη, ακολουθεί μια συραφή αποσπασμάτων από το εξαιρετικό ποίημα του Ρίτσου και έπειτα μια σύντομη συζήτηση:






Γ. Ρίτσος - Ελένη (Αποσπάσματα)





Η Ελένη είναι ένα από τα μυθολογικά πρόσωπα που απασχόλησαν την ποιητική διανόηση του Ρίτσου, ο οποίος της «αφιέρωσε» το ομώνυμο ποίημα. Αυτό ίσως οφείλεται σε ένα βαθμό στην ιδιαίτερα αινιγματική φύση της: 
«Ποτὲ δὲν μποροῦσες νὰ ξέρεις, -εἶταν [sic] τόσο τὸ φέγγος ποὺ ἀνάδινε, -σὲ τύφλωνε˙ σὲ διαπερνοῦσε˙-δὲν ἤξερες πιὰ τί εἶταν, ἂν εἶταν, ἂν εἴσουν...»[1]
Η Ελένη, ένα πρόσωπο που τόσο ελάχιστα μίλησε με την φωνή του Ομήρου, ελευθερώνεται τώρα από τα δεσμά του μύθου σε μια «Τέταρτη Διάσταση»,[2] ανοίγεται και ξεπερνά την προσωπική υπαρξιακή της κρίση με ένα κύκνειο άσμα, έναν μονόλογο, πριν πεθάνει/αναληφθεί. Φθορά, Ματαιότητα, Πόλεμος, Αγώνας, Αντίσταση: έννοιες που χρωματίζονται και προβάλλονται μέσα από το γερασμένο πρόσωπο της Ελένης με τρόπο παράλληλα προσωπικό αλλά και οικουμενικό.

Το δράμα αρχίζει και τελειώνει με έναν σκηνικό πρόλογο και επίλογο ενώ τοποθετείται σε ένα μισοερειπωμένο και παραδομένο στην φθορά παλάτι. Ο χρόνος, αν και δεν ορίζεται, εντοπίζεται στην σύγχρονη εποχή. Ένας άνδρας, παλιός θαυμαστής της Ελένης, «χτυπά το κουδούνι». Την βρίσκει «Γριά-γριά-ἑκατό, διακόσω χρονῶ […] ἐκεῖ ἀσάλευτη […] καμπουριασμένη», και έτσι ξεκινά ένας μακρύς μονόλογος. Η Ελένη, γνώστης της ανθρώπινης ματαιοπονίας, αφιερώνει αυτά τα τελευταία λόγια της στην ματαιότητα των πραγμάτων,[3] στην μεγάλη αδυναμία των λέξεων να περιγράψουν την πραγματικότητα,[4] αλλά και στην μνήμη, που τελικά εξισώνει τα πάντα, τους εχθρούς και τους φίλους,[5] και στους νεκρούς, που όσο περνά η ζωή έρχονται πιο κοντά στους ζωντανούς και γίνονται πιο οικείοι, δεμένοι όχι μόνο από την μνήμη μα και με δεσμούς πιο οργανικούς, ώστε τελικά οι ζωντανοί να μην διαφέρουν από αυτούς.[6]

Βέβαια, αυτά είναι αντιληπτά μόνο από την Ελένη,[7] η οποία βρίσκεται σε μια ανώτερη κατάσταση συνείδησης.[8] Αντίθετα, οι δούλες της, αδυνατώντας να αντιληφθούν τον κόσμο της, «ὀργίζονται ἀνεξήγητα μαζί της», την περιφρονούν και την χλευάζουν για την κατάστασή της.[9] Σε αντίθεση με τον Μ. Μερακλή, θεωρώ πως ο Ρίτσος δεν επιθυμεί να υπογραμμίσει την ταξική-κοινωνική διαίρεση μεταξύ των «δούλων» και των «αρχόντων»[10] αλλά να αναδείξει πόσο ακατανόητη και τελικά απεχθής είναι για τις «δούλες» (δούλες τελικά της ματαιότητος και της ύλης) η «επιφάνεια» αυτή της Ελένης.[11] Η Ελένη πάντως συνεχίζει και καταδικάζει μπροστά στον αμίλητο επισκέπτη της την ματαιότητα του πολέμου, «τὸ ἄσκοπο τῆς ἀπάτης καὶ τῆς αὐταπάτης, τὸ ἄσκοπο τῆς φήμης, τὸ ἄσκοπο καὶ τὸ πρόσκαιρο τῆς κάθε νίκης», στον πόλεμο αλλά και στην ομορφιά. Έπειτα, περιγράφει τα δεινά που υποφέρει από τις δούλες της, ανακαλεί στιγμές από το παρελθόν, στιγμές που, αν και ασήμαντες ιστορικά, είναι γεμάτες νόημα στην απλότητά τους: «ὅλα τοῦτα ἔχουν μιάν ἔρημη, ἐνεξήγητη [sic] ὀμορφιά…».[12] Παράλληλα οι υπόλοιπες αναμνήσεις της «δὲν εἶναι πιὰ συγκινημένες» αλλά «ἀπρόσωπες, καθαρὲς ὣς τὶς πιὸ ματωμένες γωνιές τους…».[13] 
Κατά τον Γ. Γιατρομανωλάκη φαίνεται «η Ελένη να αρνείται την ιστορία»,[14] αλλά είναι όμως έτσι; Θα έλεγα πως δεν αρνείται τόσο την Ιστορία, όσο την «προσωπική» ιστορία της, μια ιστορία η οποία τελικά αναδεικνύει το μάταιο και της επιφέρει αυτές τις μηδενιστικές τάσεις.[15] Η Ελένη, όμως, στη συνέχεια αντιφάσκει καθώς λέγει ότι θυμάται[16] και τα ονόματα και τον πόλεμο, μόνο που για αυτήν τα γεγονότα και τα πρόσωπα δεν φέρουν καμία αξία. Είναι αυτές ακριβώς οι αντιφάσεις που μαρτυρούν την προσωπική της κρίση και έτσι μετά φανερώνει πως «παρὰ μόνον μιὰ [στιγμή] κρατάει ἀκόμη ἕναν ἀγέρα γύρω της, ἀνασαίνει»,[17] η στιγμή της Τειχοσκοπίας. Ο Γ. Γιατρομανωλάκης αναφέρει πως «αυτή είναι η σκηνή της δαιμονικής και γεμάτης ναρκισσισμό επίδειξής της πάνω στα τείχη της Τροίας».[18] Μία τέτοια εικόνα, ωστόσο, δεν φαίνεται να συνάδει απόλυτα με τον συναισθηματικό της κόσμο. Η Ελένη, καθορισμένη από την ομορφιά της και από τους θεούς, ούσα τόσο καιρό αντικείμενο ιδιοκτησίας και άπραγη μπροστά στα γεγονότα του Τρωικού πολέμου, για πρώτη φορά νοιώθει ελεύθερη και ομολογεί: 


«…χωρὶς ν΄ἀνήκω σὲ κανέναν, χωρὶς νάχω κανενὸς τὴν ἀνάγκη,
σὰ νάμουν (ἀνεξάρτητη ἐγώ) ὁλόκληρος ὁ ἔρωτας, - ἐλεύθερη
ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου καὶ τοῦ χρόνου […] Ἔδινα στόχο
βαδίζοντας ἀργὰ πάνω στὰ τείχη […] γιὰ νὰ εὐκολύνω μία ἐχθρικὴ χειρονομία […] κι ἀναλήφθηκα …»[19]


Όπως γίνεται αντιληπτό, η Ελένη γίνεται κυρίαρχος του εαυτού της, έχοντας αυτή την επιλογή μεταξύ ζωής και θανάτου –τουλάχιστον έτσι αισθάνεται.[20] Για αυτό μάλιστα, ο θάνατος όχι μόνο δεν προκαλεί φόβο αλλά ίσως καταλήγει σε επιθυμία, επιθυμία που με την ανάληψή της εν μέρει πραγματοποιείται. Για την Ελένη θάνατος είναι ίσως όχι το τέλος της ύπαρξής της (άλλωστε είναι «ἀθάνατη»[21]), αλλά η απελευθέρωση από την μοίρα και την ομορφιά. Σημειώνεται πως αυτή η επιθυμία για ανάληψη εμφανίζεται αρκετές φορές στο ποίημα και ιδιαίτερα στους τελευταίους στίχους. Τέλος, η Ελένη επιστρέφει στο παρόν και αναφέρεται στην άχαρη ζωή της με τον Μενέλαο. Αφήνει τον επισκέπτη να φύγει και τελικά κοιμάται, για να γυρίσει σε λίγο εκείνος και να την βρει νεκρή. Το παλάτι ρημάζεται από τις δούλες και ο επισκέπτης φεύγει προβληματισμένος, σκεπτικός, χωρίς σκοπό.


Το ποίημα αυτό του Ρίτσου δεν έχει σκοπό τόσο την απομυθοποίηση της Ελένης, αλλά την ανάδειξή της από μία άλλη οπτική, φωτίζοντας τις πτυχές και τους άμεσους δεσμούς της ως προσώπου με τον σύγχρονο άνθρωπο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως ένα τέτοιο ποίημα εντάσσεται σε μια συλλογή που τιτλοφορείται Τέταρτη Διάσταση. Σε μια διάσταση όπου το άτομο απεγκλωβίζεται από τον χρόνο και είναι ελεύθερο να κινηθεί κάθετα προς αυτόν, το παρελθόν συναντά το παρόν και «οι ήρωες δεν είναι μόνο τμήμα του μύθου αλλά ταυτόχρονα σύγχρονοί μας».[22] Ο χρόνος είναι ρευστός, αόριστος,[23] γεμάτος πλατιούς αναχρονισμούς[24] που φέρνουν τον μύθο στο σήμερα. Η Ελένη, αφού «γέρασε» και απέκτησε «τὴν ἥμερη ἀμεροληψία, τὴ γλυκειὰ ἀνιδιοτέλεια στὶς συγκρίσεις, στὶς κρίσεις», ανατέμνει την προσωπική ιστορία, τον εσωτερικό εαυτό της, και φτάνει την κάθαρση και την γνώση. Η Ελένη παρουσιάζεται ως γνώστης των πιο βαθιών προβλημάτων του ανθρώπου. Η επαφή με την ιστορική και εθνική συνείδηση γίνεται εφικτή μέσω της έκφρασης της ιστορικής συνέχειας και αλληλοεπικάλυψης, όπως και η «συνειδητοποίηση της θέσης της μέσα στην ιστορία και συνεπώς του νόηματος της ζωής της».[25] Ήδη από τους πρώτους στίχους του Ρίτσου η Ελένη είναι κάτι παραπάνω από σύμβολο της ομορφιάς. Η Ελένη ζει, ακόμη, παρότι παραδομένη στην φθορά, όχι τόσο για να παρουσιαστεί ως φορέας του μάταιου, της παρακμής και της ταπείνωσης αλλά για να φανερώσει «την πάλη του εφήμερου με το αιώνιο, τη δύναμη της αντίστασης που ανατρέπει το θάνατο. Αγώνας, αντίσταση, ακόμη και χωρίς ελπίδα»[26]


«… Ἴσως ἐκεῖ ποὺ κάποιος ἀντιστέκεται χωρὶς ἐλπίδα, ἴσως ἐκεῖ νὰ ἀρχίζει 
ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία, ποῦ λέμε, κ΄ἡ ὀμορφιὰ τοῦ ἀνθρώπου …»[27]



Η ομορφιά της Ελένης δεν συνίσταται πλέον στην όψη, αλλά σε αυτή την αντίστασή της. Έτσι το τέλος της δεν είναι παρά αισιόδοξο, ο θάνατος της δεν είναι παρά η ευκαιρία να βρει και να κρατήσει αυτό που υπάρχει μέσα της αθάνατο. Είναι η (συναισθηματική) κάθαρσις, όπως την συναντούμε στο αρχαιοελληνικό δράμα, τόσο για την ίδια αλλά και για τον αναγνώστη, η οποία επιτυγχάνει τον κουφισμό,[28] την απαλλαγή των αρνητικών συναισθημάτων και, στην προκειμένη, την απαλλαγή από την υπαρξιακή κρίση. Συνεπώς, θα έλεγε κανείς πως δεν «πέθανε», αλλά «αναλήφθηκε», όπως τόσο επιθυμούσε, φανερώνοντας το «χαμόγελο της ελευθερίας»[29] που έκρυβε «μ’ένα λουλούδι στα χείλη».


Αν και η Ελένη «πεθαίνει» στα χέρια του Ρίτσου, η ημιθεϊκή δύναμή της όχι μόνο διασώζεται αλλά και εξαίρεται. Είναι η ατάραχη αυτή γνώση της για το τι είναι μάταιο, είναι η ηρεμία με την οποία η Ελένη υπερβαίνει την υπαρξιακή της κρίση («κατάσταση υπαρκτής ανυπαρξίας»[30]), αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αυτή συνεχίζει, έστω και με έναν εναγώνιο σκεπτικισμό, τον αγώνα της, που συγκινούν τον Ρίτσο. Τα σημάδια της απαισιοδοξίας, διάσπαρτα στο ποίημα,[31] δεν είναι άλλο από απόσταγμα των συναισθημάτων του Ρίτσου, σε μια εποχή όπου μετά τον θάνατο της αδερφής του –τον Φεβρουάριο του ιδίου χρόνου– και την πρόσφατη τότε διάσπαση του Κ.Κ.Ε., εν καιρώ μάλιστα δικτατορίας και πλέον εξορίας, ο σκεπτικισμός για τα πράγματα, αυξανόμενα τον κυριεύει.[32] Για τον Ρίτσο, συνεπώς, η Ελένη αν και γερασμένη και άσχημη στην όψη, έχει μια ασύγκριτη ομορφιά και υπεροχή που ακόμη «σε τυφλώνει και διαπερνά». Γίνεται για αυτόν επίκουρος στην συνειδητοποίηση του εαυτού του στον κόσμο και στην υπέρβαση της δικής του κρίσης.



Σημειώσεις:

[1] Γιάννης Ρίτσος, Η Ελένη, εκδόσεις Κέδρος, 1990, σελ. 9.
[2] Στην σύγχρονη φυσική ο χρόνος είναι αναπόσπαστος από τον χώρο και έτσι η κίνηση σε μια τέταρτη διάσταση, η οποία δεν είναι αντιληπτή από τις ανθρώπινες αισθήσεις, γίνεται μια κίνηση μέσα στον χώρο αλλά και στον χρόνο.
[3] ό.π. σελ 9 – 13.
[4] ό.π. σελ 13, 14-17.
[5] ό.π. σελ 13-14.
[6] ό.π. σελ 16-18.
[7] «Οἱ ὑπηρέτριες, καθὼς περνοῦν ἀνάμεσά τους, σκουπίζοντας μὲ τὴ μεγάλη σκοῦπα, δὲν τοὺς[:τους νεκρούς] ἀντιλαμβάνονται»(ο.π. σελ 18).
[8] Όπως προαναφέρθηκε (σημ. 10), η Ελένη αντιλαμβάνεται τον χρόνο και τον χώρο διαφορετικά από τον υπόλοιπο κόσμο.
[9] Ο λόγος για τον οποίον οι δούλες μισούν την Ελένη δεν είναι σαφής. Πάντως μας δίνεται ένα στοιχείο: «Μονάχα, κάποτε το γέλιο μιας δούλας μοιάζει σαν κάπως στενεμένο […] και, τότε, οι δούλες οργίζονται ανεξήγητα μαζί μου». Δηλαδή οι δούλες , έστω και ασυναίσθητα, νοιώθουν την παρουσία των νεκρών και μεταθέτουν την ευθύνη στην Ελένη με την οποία «οργίζονται». Επίσης, όπως γίνεται αντιληπτό σε όλο το ποίημα, ο κόσμος όπως τον περιγράφει η Ελένη δεν γίνεται κατανοητός από αυτές, και ίσως αυτό τους προκαλεί αισθήματα μίσους/απέχθειας. 
[10] Ο Μ. Γ. Μερακλής δέχεται ότι «[οι δούλες] εκφράζουν σχεδόν απροκάλυπτα μια ταξική διαίρεση,[…] προχωρούν σε μιαν έκδηλη εχθρότητα απέναντι στους κυρίους [τους]» (Μερακλής, Μ. Γ. 1981, Η «Τέταρτη διάσταση» του Γιάννη Ρίτσου, εις: Μακρυνικόλα, Α. (επιμ.), Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, σελ 539 ). Πάντως αν ίσχυε κάτι τέτοιο, τότε ο Ρίτσος θα υπονόμευε το πρόσωπο της Ελένης αφού θα είχε ευθύνη προς τις δούλες και άρα δεν θα μπορούσε να είναι ισχυρός φορέας των συμβολισμών της. Βλ και σημ. 19.
[11] Ο Μ. Γ. Μερακλής σημειώνει μάλιστα πως «από την ανάγνωση τέτοιων σελίδων δεν πρόκειται να συγκινηθεί – σε καμιά περίπτωση – ο προλετάριος εργάτης, αλλά ένας ευαισθητοποιημένος κι όχι οποιοσδήποτε αστός» (ο.π. σημ. 18 σελ 526). 
[12] ό.π. σελ 25.
[13] ό.π. σελ 30.
[14]Γιατρομανωλάκης, Γ. 1998, Γιάννη Ρίτσου: Η Ελένη , Ο Πολίτης Δεκαπενθήμερος, 23 Ιαν. 1998, τχ47 σελ. 38. Πάντως διατυπώνει την άποψη αυτή με κάποια αμφιβολία.
[15] «Τώρα ξεχνῶ τὰ πιὸ γνωστά μου ὀνόματα ἢ τὰ συγχέω μεταξὺ τοὺς (ό.π. σέλ. 13)[…] Πὼς εἴταν δίχως νόημα ὅλα, δίχως σκοπὸ καὶ διάρκεια καὶ οὐσία –πλούτη, πόλεμοι, δόξες καὶ φθόνοι[…]Τί ἀνόητοι θρῦλοι, κύκνοι καὶ Τροῖες καὶ ἔρωτες καὶ ἀνδραγαθίες (ό.π. σέλ.20) .
[16] «…ξεχνιοῦνται [ὁ φόνος τοῦ Ἀγαμέμνον,ἡ σφαγὴ τῆς Κλητεμνήστρας] κάτι ἄλλα μένουν, ἐπουσιώδη […] Θυμᾶμαι ποὺ εἶδα μία μέρα ἕνα πουλὶ […] Θυμᾶμαι ἀκόμα, παιδί, στὶς ὄχθες τοῦ Εὐρώτα…(ό.π. σελ.24)» , «Ὄχι πὼς δὲ θυμᾶμαι πιά,- θυμᾶμαι ἀκόμα…»(ό.π. σελ. 30).
[17] ο.π. σελ. 30.
[18] Γιατρομανωλάκης ό.π. σημ. 22.
[19] ο.π. σελ. 30-32.
[20] Αργότερα λέγει: «ἴσως αὐτὸ νὰ μείνει, λέω, κάπου, στὸν κόσμο – μία στιγμιαία ἐλευθερία, φανταστική, βέβαια, κι αὐτὴ – παιχνίδι τῆς τύχης καὶ τῆς ἄγνοιάς μας» (ό.π. σελ. 33).
[21] «…ἀθανασίας μου», ό.π. σελ. 32 , «μία μέρα θὰ πεθάνουμε, ή μᾶλλον: μία μέρα θὰ πεθάνετε»,ό.π. σελ. 23. Βέβαια αυτή η «ἀθανασία» σχετίζεται περισσότερο με την Ελένη ως σύμβολο παρά με την υλική υπόσταση του προσώπου της.
[22] Σοκολιούκ, Β. 1981, Ο μύθος στο έργο του Γιάννη Ρίτσου, σε μετάφραση Βογιάζου, Α. εις: Μακρυνικόλα, Α. (επιμ.), Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, σελ 391.
[23] « Γριά –εκάτό διακόσω χρονώ. Πριν από πέντε ακόμη χρόνια – Όχι, όχι»,ό.π. σελ 9 , «Πριν από λίγους μήνες, με το χαμό του αντρός μου,(μήνες τάχα ή χρόνια;)» ό.π. σελ. 21
[24] «Χτύπησε τὸ κουδοῦνι τῆς πόρτας», «Τσίγκινο τραπεζάκι μὲ φλιτζάνια τοῦ καφὲ κι ἀποτσίγαρα», «πορσελάνινα φλιτζάνια», «γκαρσόνι», «Ἀνάψανε τὰ ἠλεκτρικὰ στὴ σκάλα, στὸ διάδρομο, τὰ δωμάτια,», «κάποιος τηλεφωνοῦσε στὸ διάδρομο», «Ἀνέβαιναν οἱ ἀστυφύλακες», «τρανζίστορ, ἠλεκτρικὴ θερμάστρα», «Τὸ σκεπασμένο αὐτοκίνητο ξεμάκραινε».
[25] Σοκολιούκ ό.π. σημ. 30.
[26] Γκρίτση-Μιλλιέξ, Τ. 1981, Η Ελένη του Γιάννη Ρίτσου, εις: Μακρυνικόλα, Α. (επιμ.), Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, σελ 555.
[27] ο.π. σελ. 28.
[28] Σύμφωνα με τον Bernays κάθαρσις, στην Ποιητική του Αριστοτέλη, είναι η κάθαρση συναισθημάτων, «η δημιουργία μίας ψευδής αίσθησης κορεσμού τους. Έτσι ο θεατής απαλλάσσεται προσωρινά και αυτό του προκαλεί τον κουφισμό, δηλαδή την τραγική ηδονή» (Ζολώτας, Χριστόφορος, Η κάθαρση στην Ποιητική του Αριστοτέλη, στους έλληνες μελετητές, σελ.10).
[29] ο.π. σελ. 31.
[30] Σοκολιουκ ο.π. σημ. 30 σελ. 392
[31] ο.π. σημ. 21: «στερέψαν οἱ ἐπιθυμίες, ἴσως μποροῦμε τώρα νὰ κοιτάξουμε μαζὶ τὸ ἴδιο σημεῖο τῆς ματαιότητας, ὅπου θαρρῶ, πραγματοποιοῦνται οἱ μόνες σωστὲς συναντήσεις – ἔστω ἀδιάφορες[…]/Λίγο-λίγο τὰ πράγματα χάσαν τὴ σημασία τους, ἀδείασαν˙ ἄλλωστε/μήπως εἶχαν ποτὲ τοὺς καμμιά [sic] σημασία;»(ό.π. σελ. 11-12), «καμία λοιπὸν σημασία στὰ γεγονότα ἢ στὰ πράγματα»(ό.π. σελ. 13), «ὁ ἀγέρας ἔχει γίνει βαρὺς καὶ ἀνεξήγητος»(ό.π. σελ. 16), «ἡ ζωή μας στὴν Σπάρτη πολὺ πληχτική»(ό.π. σελ. 34), «ἀκούγονται σὰ μιὰ πένθιμη παράστσαη κάποιου ἑτοιμόρροπου, συνοικιακοῦ θεάτρου» (ό.π. σελ. 38).
[32] Ενδιαφέρον παρουσιάζει το δοκίμιο του Βύρωνα Λεοντάρη για την «ποίηση της ήττας», Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, www.eap.gr/programmes/elp/elp30/4.pdf

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ αφήστε το δικό σας Σχόλιο ή Προβληματισμό!!